αρχαιοπλουτος

αρχαιοπλουτος
    ἀρχαιόπλουτος
    ἀρχαιό-πλουτος
    2
    исстари богатый Aesch., Soph., Lys., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρχαιοπλουτος" в других словарях:

  • αρχαιόπλουτος — ἀρχαιόπλουτος, ον (Α) αυτός που έχει αρχαίο πλούτο ή κληρονομιά γενεών …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαιόπλουτος — rich from olden time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιόπλουτον — ἀρχαιόπλουτος rich from olden time masc/fem acc sg ἀρχαιόπλουτος rich from olden time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιοπλούτοις — ἀρχαιόπλουτος rich from olden time masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιοπλούτους — ἀρχαιόπλουτος rich from olden time masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιοπλούτων — ἀρχαιόπλουτος rich from olden time masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιόπλουτα — ἀρχαιόπλουτος rich from olden time neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιόπλουτοι — ἀρχαιόπλουτος rich from olden time masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχέπλουτος — ἀρχέπλουτος, ον (Α) ο αρχαιόπλουτος* …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • σαπρόπλουτος — ον, Α (πιθ. ως παρωδία τού ἀρχαιόπλουτος*) αυτός που απέκτησε πλούτη με ανήθικα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + πλοῦτος (πρβλ. αρχαιό πλουτος, νεό πλουτος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»